συντονια

συντονια
    συντονία
    συν-τονία
    ἥ
    1) натяжение, напряжение
    

(τὸ ἀπὸ τῆς συντονίας πάθημα Plat.)

    2) стремление, рвение
    

(ψυχῆς πρός τι Plat.)

    3) созвучность, согласованность
    

(τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια Diog.L.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συντονια" в других словарях:

  • συντονία — συντονίᾱ , συντονία tension fem nom/voc/acc dual συντονίᾱ , συντονία tension fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντονίᾳ — συντονίαι , συντονία tension fem nom/voc pl συντονίᾱͅ , συντονία tension fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντονία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντονία Α [σύντονος] νεοελλ. 1. συντονισμός 2. μουσ. συμφωνία τόνου μσν. αρχ. επίταση αρχ. 1. σύντονη ενέργεια 2. ένταση, τέντωμα 3. συμφωνία («τὴν τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια σύμπνοιαν καὶ συντονίαν», Χρύσ. Στωικ.) …   Dictionary of Greek

  • συντονίας — συντονίᾱς , συντονία tension fem acc pl συντονίᾱς , συντονία tension fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντονίαι — συντονία tension fem nom/voc pl συντονίᾱͅ , συντονία tension fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντονίαν — συντονίᾱν , συντονία tension fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντονίαις — συντονία tension fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντονίην — συντονία tension fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έννοια — (I) η (AM ἔννοια) [εννοώ] 1. η αντίληψη, η σύλληψη με τον νου τού περιεχομένου ενός συγκεκριμένου ή αφηρημένου πράγματος, η ιδέα που σχηματίζεται στον νου για ένα πράγμα («η έννοια τού ανθρώπου» «τοῡ καλοῡ ἔννοιαν ἔχειν», Αριστοτ.) 2. (λογ. και… …   Dictionary of Greek

  • συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՐԱՁԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0342 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 10c գ. συντονία, εὑτονία, ἑπιτονία, παράτασις, διαμονή extensio, contentio, duratio, assiduitas, vehementia. Յերկարաձգութիւն. հանապազորդութիւն. շարունակութիւն. տեւողութիւն. *Յաւիտենական …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»